Το 1976, στο άρθρο ορόσημο του Amory Lovins «The road not taken», περιγράφονταν δύο εναλλακτικές ενεργειακές διαδρομές. Το “σκληρό μονοπάτι” βασιζόταν στην επικρατούσα πολιτική, με την επέκταση των μεγάλων σταθμών ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Tο “ήπιο μονοπάτι” συνδύαζε την άμεση και ξεκάθαρη δέσμευση για αποδοτική χρήση της ενέργειας με την ταχεία ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών και τη μεγάλη διείσδυση τους σε επίπεδο τελικής χρήσης για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.

Για τον Lovins, τα δύο μονοπάτια ήταν αλληλοαποκλειόμενα. Το πρώτο μονοπάτι της προέκτασης του παρελθόντος, με την συγκεντρωτική παραγωγή που βασίζεται σε μεγάλες εταιρίες, θα δημιουργούσε ανυπέρβλητα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά προβλήματα στο μέλλον. Το δεύτερο, που έδινε έμφαση στους απαραίτητους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, αν και αντιπροσώπευε μια ανατροπή της κατεστημένης κατάστασης, θα προσέφερε πολλά κοινωνικά, οικονομικά και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα, συμπεριλαμβανομένης της παύσης «οπλοποίησης της ενέργειας» από τους παραγωγούς ορυκτών καυσίμων.

Πολλές δεκαετίες μετά, το “σκληρό μονοπάτι” της εξόρυξης – μεταφοράς – καύσης ορυκτών καυσίμων συνεχίζει και κατατρώει τους πεπερασμένους πόρους του πλανήτη, δημιουργώντας μία αλυσίδα τρομακτικής κερδοφορίας για τους βασικούς του συντελεστές και ακραίες ανισότητες για τους υπόλοιπους. Τα νούμερα «προκαλούν». Το πρώτο εξάμηνο του 2022, η κερδοφορία των Exxon Mobil, Chevron, Shell, BP δείχνουν ρεκόρ 10ετίας. Ενώ, η διανομή του πλούτου εντείνει τη γνωστή τάση: Σύμφωνα με το World Inequality Report του 2021, το 1% του πληθυσμού έχει συλλέξει το 38% του παγκόσμιου πλούτου που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 25 χρόνια. Αντίθετα, το φτωχότερο 50% έχει συλλέξει μόλις το 2%.

Για να καταλάβει κανείς πόσο ενεργοβόρο είναι το παρόν μοντέλο ανάπτυξης, αρκεί να αναλογισθεί ότι σχεδόν τα μισά από τα προϊόντα που διακινούνται στις θάλασσες δεν είναι τελικά προϊόντα (αυτοκίνητα), ούτε καν πρώτες ύλες για την κατασκευή τους (χάλυβας). Είναι πόροι που καίμε για να τροφοδοτήσουμε τους μετασχηματισμούς που εξασφαλίζουν θέρμανση, ψύξη, φωτισμό και μετακίνηση. Στο μοντέλο αυτό, το 11% της ενέργειας που χρησιμοποιείται, σύμφωνα με το εξαιρετικό βιβλίο του Saul Griffith, «Electrify», πάει απλά στην εξεύρεση περισσότερης ενέργειας. Ένα τεράστιο τμήμα δηλαδή της οικονομίας αφιερώνεται σε μία αλυσίδα υπερ-κερδοσκοπίας που ρίχνει λάδι στην φωτιά που καίει τον πλανήτη, υποβαθμίζοντας τα οικοσυστήματα και επιτείνοντας τις ανισότητες.

Ενώ, η ανανεώσιμη ενέργεια είναι διαφορετική. Χρειάζεται βέβαια η εξόρυξη λιθίου και κοβαλτίου για να φτιαχτεί ένα ηλιακό πάνελ ή μια ανεμογεννήτρια ή μια μπαταρία. Παρόλα αυτά, μόλις φτιαχτεί και τοποθετηθεί το πάνελ, η διαδικασία ολοκληρώνεται. Για ένα τέταρτο του αιώνα θα βρίσκεται εκεί και ο ήλιος θα παρέχει την ενέργεια απλά και μόνο με το να ανατέλλει. Με τη μετάβαση στην ηλιακή και στην αιολική ενέργεια δε θα σταματήσει μόνο να απελευθερώνεται άνθρακας στην ατμόσφαιρα και να εξοικονομούνται χρήματα. Θα μειωθεί επίσης, κατά το ήμισυ, ο αριθμός των πλοίων που πηγαινοέρχονται. Το σημαντικότερο όμως είναι πως ιδιοκτήτης των πάνελ μπορεί να είναι ο κάθε πολίτης και μόνο όχι μία μεγάλη εταιρία.

Στο μοντέλο αυτό, ο κόσμος μας αποϋλοποιείται εντυπωσιακά και οι συμμέτοχοι στο παραγωγικό μοντέλο είναι εν δυνάμει όλοι. Δεν χρειάζονται εκατοντάδες χιλιάδες οχήματα μεταφοράς καυσίμου να κάνουν κύκλους τον πλανήτη, καταναλώνοντας και ρυπαίνοντας. Το ατελείωτο δίκτυο αγωγών, που εμφανίζει τακτικά διαρροές και αποτελεί στόχο γεωπολιτικών διενέξεων επίσης δε χρειάζεται. Ασφαλώς, θα χρειαστούν γραμμές μεταφοράς για την μετακίνηση των ηλεκτρονίων αλλά είναι σαφώς λιγότερο επικίνδυνες και παρεμβατικές. Αυτού του είδους οι αλλαγές του παραγωγικού μοντέλου ενέχουν μία πολύ σημαντική κοινωνική πρόκληση. Να διασφαλιστεί πως η διάχυση της ανανεώσιμης ενέργειας θα γίνει με όρους κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευθύνης, προσφέροντας νέες, καλές δουλειές στους ανθρώπους που μέχρι τώρα απασχολούνταν στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.

Το δίλημμα του Lovins, κοντά 50 χρόνια μετά, παραμένει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ. Η πεποίθηση της ενεργειακής αλλαγής εδραιώνεται όλο και περισσότερο, με την όξυνση της έντασης και της έκτασης του ενεργειακού προβλήματος. Όσο καθυστερεί η αλλαγή, τόσο περισσότερο σκληρά θα δοκιμάζονται η ενότητα και οι αντοχές των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

(Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, 10/7/2022)