Άρθρο του Προέδρου της Αντιπροσωπείας του Τ.Ε.Ε., Νίκου Μήλη στην ειδική έκδοση της «Εφημερίδας των Συντακτών» για τη ΔΕΘ

Τα τελευταία χρόνια, το κράτος ζητά από τους πολίτες να στραφούν στην πράσινη ενέργεια, να αναβαθμίσουν τις κατοικίες τους, να αντικαταστήσουν τα οχήματά τους με ηλεκτρικά, να επιλέξουν εναλλακτικές μορφές ενέργειας.

Την ίδια στιγμή, όμως, η Πολιτεία δεν είναι σε θέση να στηρίξει την πράσινη μετάβαση, με αποτέλεσμα τα δίκτυα να καταρρέουν στα πρώτα κύματα καύσωνα και τα σχέδια για δημόσια κτίρια με μηδενικές εκπομπές να παραμένουν στα χαρτιά.

Κι αυτό διότι, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η Ελλάδα δεν διαθέτει συνεκτική εθνική στρατηγική με σαφείς στόχους.Σήμερα, στη χώρα μας, η πράσινη μετάβαση εξελίσσεται σε ένα ακόμη πεδίο αναδιανομής δημόσιου χρήματος προς λίγους, οικοδομημένο πάνω σε αποκλεισμούς και προσχηματικούς διαλόγους. Οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην των επιστημονικών και τεχνικών φορέων, με προχειρότητα και χωρίς διαβούλευση.

Ο σχεδιασμός των επόμενων προγραμμάτων «Εξοικονομώ» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς παρακάμπτει το ΤΕΕ και τους μηχανικούς και παραδίδει την εφαρμογή σε μεγάλους παρόχους ενέργειας, ενώ οι μηχανικοί μετατρέπονται από επιστημονικοί υπεύθυνοι σε εκτελεστικά παραρτήματα εταιρειών.

Στην πραγματικότητα, πίσω από το προπέτασμα της «απλοποίησης» και της «ευκολίας», κρύβεται ένας μηχανισμός που απομακρύνει τους πολίτες από την επιλογή, τους επαγγελματίες από τον ρόλο τους και τη μετάβαση από τον πραγματικό στόχο της.

Ωστόσο, αν η μετάβαση δεν είναι δίκαιη, επιστημονικά τεκμηριωμένη και κοινωνικά αποδεκτή, δεν θα είναι ούτε πράσινη ούτε βιώσιμη. Θα είναι  απλώς άλλη μία αποτυχία, με υψηλό κόστος. Όχι μόνο ενεργειακό, αλλά και δημοκρατικό.

Παράλληλα, πρέπει να καταστεί σαφές ότι πρόκειται κυρίως  για μια αστική υπόθεση. Οι πόλεις οφείλουν να είναι πρωτοστάτες, όχι ουραγοί.

Και η εικόνα σήμερα δεν είναι ενθαρρυντική. Η Αθήνα, αν και προβάλλεται ως βιτρίνα επενδύσεων και τουριστικής ανάπτυξης, στηρίζεται σε υποδομές που σχεδιάστηκαν σε άλλες εποχές, με άλλες ανάγκες και άλλες προδιαγραφές. Το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης είναι πεπαλαιωμένο. Η ενεργειακή εξάρτηση της πρωτεύουσας αγγίζει το 80%, ενώ το ηλεκτρικό δίκτυο αδυνατεί να υποστηρίξει την αυτοπαραγωγή ή την αυξημένη ζήτηση από ηλεκτρικά οχήματα και αντλίες θερμότητας.

Από την άλλη, η Θεσσαλονίκη, παρά τα θετικά βήματα που έχουν γίνει, παραμένει πίσω σε βασικές υποδομές. Δεν διαθέτει ακόμα συνολικό σχέδιο ενεργειακής αυτάρκειας, ενώ πολλά από τα έργα παραμένουν σε πιλοτικό στάδιο ή υπό μελέτη. Ως κόμβος των Βαλκανίων, η Θεσσαλονίκη αξίζει –και μπορεί– να γίνει πρότυπο πράσινης μητρόπολης. Όχι όμως χωρίς αποφασιστικές πολιτικές και κυρίως στήριξη από τη δημόσια διοίκηση.

Καταλήγοντας, η πορεία προς ένα νέο μοντέλο βιωσιμότητας είναι μία βαθιά αναπτυξιακή και κοινωνική πρόκληση που χρειάζεται στρατηγική, σχέδιο και σοβαρή εφαρμογή σε όλα τα επίπεδα. Απαιτεί τον εκσυγχρονισμό και των δημόσιων και δημοτικών υποδομών, την ενεργειακή ανεξαρτησία στις βασικές λειτουργίες, τον κατάλληλο σχεδιασμό και ανοιχτή λογοδοσία. Κυρίως, όμως,  προϋποθέτει πραγματική ικανότητα διακυβέρνησης.

Διότι η πράσινη μετάβαση ή θα είναι δίκαιη, τεχνικά επαρκής και κοινωνικά αποδεκτή ή απλώς δεν θα υπάρξει ποτέ.

*Ο Νίκος Μήλης είναι Πρόεδρος της Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ και Μέλος Π.Σ. του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής