Η πανδημία αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς την τουριστική βιομηχανία και μας κάνει να ξανασκεφτούμε την μελλοντική εξέλιξή της. Τα παλαιάς κοπής μοντέλα του μαζικού τουρισμού των ανεξέλεγκτων εισροών και των “lifestyle” προορισμών των υπερβολών είχαν άλλωστε από νωρίς αποκαλύψει τα μειονεκτήματά τους.

Ο υπερτουρισμός, με τα όσο το δυνατόν περισσότερα «κεφάλια στις κλίνες» και τις αυξημένες διεθνείς αφίξεις, που ξεπερνάει κατά πολύ την φέρουσα ικανότητα των προορισμών, πιέζει τρομακτικά τους φυσικούς πόρους, μειώνει την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και της ζωής των μονίμων κατοίκων. Από την άλλη, το μοντέλο των “lifestyle” προορισμών, έχει σε αρκετές περιπτώσεις συνδεθεί με υποβάθμιση του περιβάλλοντος, υποτίμηση της εργασίας και απαξίωση του τοπικού πολιτισμικού και κοινωνικού κεφαλαίου. Η κρίση είναι άλλωστε βαθιά σε παγκόσμιο επίπεδο σε αυτό το μοντέλο τουρισμού και στις υποδομές του, από τα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκρότημα, μέχρι τα καζίνο, τα τουριστικά χωριά και τα πλωτά εστιατόρια, που καταγράφουν μεγάλες απώλειες στα προσδοκώμενα έσοδα.

Στο επίκεντρο των αλλαγών είναι σήμερα η αειφορία, όχι μόνο ως απαίτηση και προσδοκία των τουριστών αλλά και ως επικερδής επιχειρηματική επιλογή της τουριστικής βιομηχανίας.

Ο αειφόρος τουρισμός (sustainable tourism), που συμπεριλαμβάνει τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιδράσεις, ανταποκρινόμενος στις ανάγκες των επισκεπτών, του κλάδου και των προορισμών υποδοχής, έχει ήδη διανύσει μία μεγάλη διαδρομή. Τις δεκαετίες του ‘70 και του ’80 ήταν ο «οικοτουρισμός» που έκανε τα πρώτα του βήματα, με τους οραματιστές του να σχεδιάζουν έναν περιβαλλοντικά φιλικότερο τρόπο δραστηριοποίησης του τουριστικού κλάδου. Δεν αποτέλεσε τότε κυρίαρχη τάση. Ήταν στην δεκαετία του ’90, όταν μεγάλες ταξιδιωτικές εταιρίες, έχοντας την οικονομική δυνατότητα για επενδύσεις, άρχισαν να επιχειρούν περισσότερο «οικολογικά» και να παρατηρούν μεγάλες μειώσεις στο κόστος λειτουργίας των τουριστικών τους μονάδων και αύξηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Τα τελευταία χρόνια, η αειφορία σε επίπεδο καταλυμάτων και προορισμών αναζητείται από το ίδιο το ταξιδιωτικό κοινό. Σύμφωνα με έρευνα της Booking.com του 2019, περίπου το 70% των τουριστών οδηγούνταν τελικά σε περιβαλλοντικά φιλικές ταξιδιωτικές επιλογές. Την ίδια περίοδο, στο ενημερωτικό site της Travindy για τουριστικά θέματα, σημειώνονταν πως σε 3 στα 4 πρακτορεία διακοπών, η αειφορία αποτελούσε σημαντική συνιστώσα στην τελική απόφαση διακοπών των πελατών τους.

Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Αειφόρου Τουρισμού (Global Sustainable Tourism Council – GSTC) έχει καιρό τώρα δημιουργήσει μία ομάδα κριτηρίων για τουριστικές υποδομές, καταλύματα, τουριστικούς πράκτορες και προορισμούς. Η σχετική πιστοποίηση αναγνωρίζεται ως το “Goal Standard” από την παγκόσμια τουριστική αγορά και από κυβερνήσεις και φορείς του δημοσίου (οργανισμούς και υπουργεία τουρισμού). Παρόλα αυτά, στην χώρα μας δεν υπάρχει κανένας πιστοποιημένος τουριστικός προορισμός ως αειφόρος, σε αντίθεση με ανταγωνιστικές αγορές, όπως της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και πολύ σύντομα της Τουρκίας.

Η πανδημία πρόσθεσε νέες παραμέτρους στην έννοια της αειφορίας στον τουρισμό. Η πιο βασική είναι η ασφάλεια. Τί κάνουν οι προορισμοί και τα καταλύματα για να προστατέψουν, όχι μόνο τον ταξιδιώτη, αλλά και τους υπαλλήλους τους και τις τοπικές κοινωνίες; Οι άνθρωποι θέλουν να ταξιδέψουν, αλλά θέλουν επίσης να γνωρίζουν ότι το ταξίδι τους δεν θα βλάψει τους ίδιους ή κάποιον άλλον. H δημιουργία υγειονομικών υποδομών υψηλής ποιότητας στους τουριστικούς μας προορισμούς είναι κρίσιμη, ώστε το “brand name” του προϊόντος μας να συνδεθεί στενά και με την υγειονομική επάρκεια.

Επιπλέον, οι πολλαπλές περιβαλλοντικές κρίσεις καθιστούν χαμηλής προτεραιότητας τις «τρωτές» σε ακραία φυσικά φαινόμενα περιοχές. Η ενεργειακή και περιβαλλοντική αειφορία, μέσα από την προώθηση δράσεων εξοικονόμησης ενέργειας, νερού και κυκλικής οικονομίας βοηθάει στην άμβλυνση περιβαλλοντικών και κλιματολογικών απειλών, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού μας προϊόντος.

Τέλος, η προωθούμενη τουριστική ανάπτυξη μπορεί να ξεφύγει από την μονοθεματική ποσοτική στατιστική του πλήθους των επισκεπτών και της ξαπλώστρας. Και να εστιάσει σε περισσότερο ποιοτικές και αυθεντικές υπηρεσίες, δημιουργώντας νέες, τοπικά συνδεμένες εμπειρίες, που θα προσελκύσουν τους ταξιδιώτες να τις ζήσουν και να τις αφηγηθούν αργότερα. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται αύξηση του χρόνου παραμονής τους στους προορισμούς και ενισχύεται η υγεία και ασφάλεια, μέσω λιγότερων μαζικών σημείων επαφής, λιγότερων ταξιδιών, αλλαγών σε ξενοδοχεία, πόλεις. Ο πολιτιστικός και θεματικός τουρισμός, όπως είναι ο γαστρονομικός, καταδυτικός, ιατρικός, συνεδριακός και εκπαιδευτικός συνεισφέρει στη διαμόρφωση τέτοιων βιωματικών και διαφοροποιημένων υπηρεσιών. Οι οποίες μπορούν να μειώσουν την εποχικότητα, περιορίζοντας σημαντικά τον κίνδυνο κατάρρευσης της τουριστικής βιομηχανίας λόγω μελλοντικών κρίσεων τη θερινή περίοδο. Επιπλέον, δημιουργούν περισσότερες και σταθερές θέσεις εργασίας, αξιοποιώντας καλύτερα τις αναβαθμισμένες δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού και το πολιτισμικό κεφάλαιο των τοπικών κοινωνιών.

Η τουριστική βιομηχανία της χώρας μας, που μετράει ήδη βαθιές πληγές από την πανδημία, είναι αναγκαίο να εναρμονιστεί με αυτό το μοντέλο τουρισμού, για να αποτελέσει πυλώνα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Εκεί θα πρέπει να στοχεύσουν και οι οικονομικές ενισχύσεις που θα δοθούν, αξιοποιώντας και το Ταμείο Ανάκαμψης. Στο νέο μοντέλο του κοινωνικά, περιβαλλοντικά και πολιτιστικά υπεύθυνου τουρισμού.

(ΒΗΜΑ της Κυριακής, 27/9/2020)