Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει συγκεκριμένους στόχους για την ενέργεια και το κλίμα  με ορίζοντα το 2030 και το 2050. Το 2030 οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) θα πρέπει  να  καλύπτουν  το  32%  της  τελικής  κατανάλωσης  ενέργειας,  η  εξοικονόμηση  ενέργειας  θα  πρέπει  να φθάσει  το  επίπεδο  του 32,5%,  οι  εκπομπές  αερίων  του  θερμοκηπίου (ΑτΘ)  θα  πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 40% σε σχέση με το 1990 και οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις κάθε  κράτους‐μέλους  θα  πρέπει  να  είναι  τουλάχιστον  στο  15%  της  εγκατεστημένης ισχύος.  Το  2050 οι εκπομπές ΑτΘ θα πρέπει να έχουν μειωθεί στην ΕΕ κατά 80%‐95% σε σχέση με το  1990. Παράλληλα ο ΟΗΕ υιοθέτησε τους 17 στόχους για την Βιώσιμη Ανάπτυξη προς το 2030, μεταξύ των οποίων είναι η φθηνή και καθαρή ενέργεια και η δράση για το κλίμα. Επίσης, το  2015 η διεθνής κοινότητα συμφώνησε στο Παρίσι να καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε η  αύξηση της θερμοκρασίας της Γης να περιοριστεί στον 1.5 βαθμό Κελσίου, σε σχέση με την  προβιομηχανική περίοδο. Μέσα  σε  αυτό  το  δεδομένο  διεθνές  πλαίσιο,  η  Ελλάδα  οφείλει  να  σχεδιάσει  και  να  υλοποιήσει την ενεργειακή της πολιτική –ως μέρος της συνολικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής  Ένωσης–  για  τις  επόμενες  δεκαετίες.  Ο  ριζικός  μετασχηματισμός  του  ενεργειακού  συστήματος,  που  συνεπάγεται  η  επίτευξη  αυτών  των  στόχων,  πρέπει  να  ιδωθεί  όχι  ως  εμπόδιο αλλά ως βασικός κινητήριος μοχλός στο νέο υπόδειγμα ανάπτυξης που επιδιώκει η  πατρίδα  μας.  Για  να  γίνει  όμως  αυτό  απαιτείται  να  υπάρξει  πρώτα  από  όλα  θεμελιώδης  αλλαγή της πολιτικής ατζέντας όσον αφορά την ενέργεια και το κλίμα. Η προσπάθεια δεν θα  πρέπει να είναι πια πώς δεν θα αλλάξει η παραδοσιακή κατάσταση (που χαρακτηρίζεται από  το πετρέλαιο και το λιγνίτη), αλλά πώς θα εκμεταλλευτούμε όλες εκείνες τις ευκαιρίες που  παρουσιάζονται  με  την  ενεργειακή  μετάβαση  (σε  μια  κατάσταση  που  θα  κυριαρχούν  η  εξοικονόμηση ενέργειας, ο εξηλεκτρισμός των μετακινήσεων και της θέρμανσης/ψύξης, οι  ανανεώσιμες πηγές, η αποθήκευση, τα δίκτυα και οι διασυνδέσεις) για την ανάπτυξη και τον  εκσυγχρονισμό  της εθνικής οικονομίας, διασφαλίζοντας  ταυτόχρονα ότι αυτή η μετάβαση  δεν  θα  αφήσει  κανέναν  πίσω,  θα  είναι  δίκαιη  και  θα  λαμβάνει  ειδική  μέριμνα  για  όσους  επηρεάζονται περισσότερο.

Στην εξοικονόμηση ενέργειας ο στόχος είναι η Έξυπνη και Βιώσιμη Ανάπτυξη. Αυτού του  είδους η ανάπτυξη θα επαναφέρει το ΑΕΠ της χώρας και τον πλούτο των νοικοκυριών πολύ  πριν το 2030 στα προ κρίσης επίπεδα. Η κατανάλωση ενέργειας όμως το 2030 θα πρέπει να  παραμείνει στα επίπεδα του 2017. Τουλάχιστον 200.000 νοικοκυριά κάθε χρόνο πρέπει να  προχωρούν σε ενεργειακή αναβάθμιση των οικιών τους, κυρίως μέσω ισχυρών φορολογικών  κινήτρων.   Στον  τομέα  του  ηλεκτρισμού,  η  παραγωγή  από  λιγνίτη  θα  μειωθεί  περαιτέρω  τα  επόμενα χρόνια και ουσιαστικά σε ορίζοντα δεκαπενταετίας θα έχει επικουρικό μόνο ρόλο  στην  παραγωγή  ηλεκτρισμού.  Τα  επίπεδα  τιμών  των  δικαιωμάτων  για  την  εκπομπή  διοξειδίου του άνθρακα διαμορφώνουν μία νέα πραγματικότητα, οδηγώντας με ταχύτητα  στην  μείωση  της  παραγωγής  ηλεκτρισμού  από  τις  λιγνιτικές  μονάδες  στην  Ελλάδα. Αντίστοιχα  οι  ρυπογόνες  και  ακριβές  πετρελαϊκές  μονάδες  στα  νησιά  του  Αιγαίου  αποσύρονται  μέσα  στην  επόμενη  δεκαετία,  αφού  σχεδόν  όλα  τα  νησιά  θα  πρέπει  να  διασυνδεθούν  με  το  ηπειρωτικό  ηλεκτρικό  σύστημα.  Οι  διασυνδέσεις  της  Κρήτης,  των  Δωδεκανήσων και του Βορείου Αιγαίου είναι τα έργα που θα σημαδέψουν τη μετάβαση στη  νέα  εποχή.  Τα  έργα  αυτά  είναι  ζωτικής  σημασίας  όχι  μόνο  για  τη  μείωση  του  κόστους  ενέργειας και των ρύπων αλλά και γιατί χωρίς αυτά δεν θα είναι δυνατή η εκμετάλλευση του  πλούσιου  δυναμικού  ΑΠΕ  του  Αιγαίου  κι  επομένως  δεν  θα  είναι  δυνατή  η  πολύ  μεγάλη  διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας.   Οι  ανανεώσιμες  πηγές  θα  κληθούν  να  καλύψουν  περίπου  το  60%  της  ζήτησης  ηλεκτρισμού  το  2030  και  80%  το  2040.  Για  να  γίνει  αυτό  όμως  εφικτό  ‐πέραν  των  χωροταξικών  δυσκολιών‐  πρέπει  να  αλλάξει  εκ  βάθρων  και  ο  σχεδιασμός  των  δικτύων  μεταφοράς και  διανομής. Η ενσωμάτωση πολύ μεγάλων ποσοτήτων ισχύος και ενέργειας  από  ΑΠΕ  θα  πρέπει  γίνει  ένα  από  τα  βασικά  κριτήρια  σχεδιασμού  κι  εφαρμογής  της  ενεργειακής πολιτικής στο χώρο των δικτύων ηλεκτρισμού.   Η  χώρα  πρέπει  να  αποκτήσει  καλά  σχεδιασμένες  και  καλά  λειτουργούσες  αγορές  ηλεκτρισμού  και  φυσικού  αερίου  σε  όλα  τα  χρονικά  επίπεδα.

Οι  αγορές  αυτές  θα  είναι συζευγμένες και ισχυρά διασυνδεδεμένες με τις αγορές των υπόλοιπων κρατών‐μελών της  ΕΕ.

Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί η απαραίτητη μείωση του κόστους ενέργειας αλλά και η  πολύ μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα.   Νέες  ηλεκτρικές  διασυνδέσεις  πρέπει  να  σχεδιασθούν  και  να  κατασκευασθούν  και ειδικά πρέπει να σπάσει η ηλεκτρική απομόνωση της Κύπρου με την κατασκευή της γραμμής  Κρήτης‐Κύπρου. Οι διεθνείς αγωγοί φυσικού αερίου  ‐αλλά και οι σταθμοί υγροποιημένου  φυσικού αερίου‐ έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα για τη διαφοροποίηση των πηγών  τροφοδοσίας της, την κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού και τη μείωση του κόστους  ενέργειας.  Παράλληλα,  οι  αγωγοί  φυσικού  αερίου  μπορούν  μελλοντικά  να  μεταφέρουν  αέρια παραγόμενα από ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια (όπως το υδρογόνο), αποτελώντας  έτσι κομμάτι του συνολικού συστήματος παραγωγής‐αποθήκευσης‐μεταφοράς ενέργειας με  μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.    Η  πολύ  μεγάλη  διείσδυση  των  κυμαινόμενων  ΑΠΕ  (φωτοβολταϊκά,  αιολικά)  στο  ενεργειακό  μίγμα  απαιτεί  και  μεγάλη  ανάπτυξη  των  μέσων  αποθήκευσης. Αντλησιοταμιευτικά έργα, μπαταρίες μεγάλης ισχύος αλλά και βίο‐υδρογόνο και βίο‐μεθάνιο πρέπει  να  ενταχθούν  στον  ενεργειακό  σχεδιασμό.  Ικανή  δυναμικότητα  αποθήκευσης  και  εξαγωγές  ηλεκτρισμού  στις  ώρες  μεγάλης  παραγωγής  από  ΑΠΕ  μπορούν  να  δώσουν  την απάντηση στο πώς θα λειτουργεί το ηλεκτρικό σύστημα και η αγορά στην Ελλάδα όταν το 2040 οι ΑΠΕ θα έχουν άνω των 20 GW εγκατεστημένη ισχύ.   Η  μετάβαση  των  λιγνιτικών  περιοχών  της  Δ.  Μακεδονίας  και  της  Αρκαδίας  στη  νέα  εποχή  πρέπει  να  είναι  δίκαιη  και  να  υποστηριχθεί  με  τους  απαραίτητους  οικονομικούς  πόρους.

Μέχρι το 2030 οι περιοχές αυτές θα πρέπει να έχουν απεξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό  από τη λιγνιτική δραστηριότητα (ανεξάρτητα εάν κάποιες λιγνιτικές μονάδες παραμείνουν  σε  λειτουργία  και  μετά  το  2030).  Αυτό  σημαίνει  σχεδιασμό  σε  επίπεδο  Κυβέρνησης  και  Περιφέρειας, σημαίνει ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών μέσω των Δήμων, σημαίνει  φυσικά συστηματική και συνεχή συνεργασία με τα όργανα της ΕΕ (ειδικά DG Regio).   Όσον  αφορά  την  έρευνα  και  παραγωγή  υδρογονανθράκων  στόχος  πρέπει  να  είναι  η  αξιοποίηση των ορυκτών πόρων της χώρας με σεβασμό στο περιβάλλον και στις επόμενες  γενιές. Η δραστηριότητα αυτή γίνεται στην Ελλάδα από μεγάλες ‐κυρίως διεθνείς‐ εταιρείες, συνεπώς δεν απαιτεί τη χρήση πόρων από τον προϋπολογισμό ‐και δεν επηρεάζει την πορεία  ενεργειακής  μετάβασης  της  χώρας‐  ενώ  και  η  εκμετάλλευση  των  πιθανών  κοιτασμάτων  μπορεί να συμβάλει στη διαγενεακή στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος.